στύψιμο
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈsti.psi.mo/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]στύψιμο ουδέτερο
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του στύβω
- το στύψιμο των ρούχων