συγκαταβατικότης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συγκαταβατικότης (μαρτυρείται από το 1866) [1] < συγκαταβατικ(ός) + -ότης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συγκαταβατικότης, -ητος θηλυκό
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ σελ. 938, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου