συγκριτολόγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συγκριτολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) αυτός που εργάζεται κάνοντας αναλύσεις με κύριο έργο τις συγκρίσεις, κυρίως στο φιλολογικό τομέα
- Διδάσκει ως φιλόλογος και συγκριτολόγος στη Μέση Εκπαίδευση
- Πώς επιλέγει ο συγκριτολόγος τι να συγκρίνει και ποιος είναι ο σκοπός της μελέτης του;
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συγκριτολόγος
|
Κατηγορίες:
- Επέκταση (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ζωγράφος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα συγ- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -λόγος (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)