συμπιλητής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συμπιλητής < συμπιλώ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συμπιλητής αρσενικό
- αυτός που συνδυάζοντας κείμενα από διάφορες πηγές παρουσιάζει μια σύνθεσή τους, χωρίς όμως να προσφέρει κάτι το πρωτότυπο