συναλλάξιμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]συναλλάξιμος, -η, -ο
- που δύναται να συναλλαχθεί
- που είναι δυνητικά αποδεκτός ως αντικείμενο συναλλαγής
- που συναλλάσσεται νόμιμα