σωτηριολογικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σωτηριολογικός < σωτηριολογ(ία) + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
σωτηριολογικός, -ή, -ό
- σχετικός με την σωτηριολογία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σωτηριολογικός
|