σύμπαντο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σύμπαντο τα σύμπαντα
      γενική του σύμπαντου των σύμπαντων
    αιτιατική το σύμπαντο τα σύμπαντα
     κλητική σύμπαντο σύμπαντα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σύμπαντο < σύμπαν, θέμα συμπαντ- (από τη γενική «του σύμπαντος») + κατάληξη της δημοτικής -ο

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈsim.ban.do/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σύ‐μπα‐ντο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σύμπαντο ουδέτερο