τέλλω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται να μορφοποιηθούν όπως συνηθίζεται στο Βικιλεξικό,
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες.

Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού.

Για μορφοποίηση: Δύο ετυμολογίες και αντίστοιχες σημασίες. ‑‑Sarri.greek  | 07:48, 22 Ιουνίου 2023 (UTC).


Δείτε επίσης: τελῶ, τελώ
Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  τέλλω   τέλλομαι 
Παρατατικός  ἔτελλον   ἐτελλόμην 
Μέλλοντας  τελῶ   τελοῦμαι 
Αόριστος  ἔτειλα   ἐτειλάμην 
Παρακείμενος  τέταλκα   τέταλμαι 
Υπερσυντέλικος
Συντελ.Μέλλ.

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
τέλλω < λείπει η ετυμολογία

τέλλω, μεσοπαθητική φωνή: τέλλομαι

  1. εγείρω, σηκώνω
  2. κάνω κάτι να εγερθεί, να σηκωθεί
  3. φέρω εις τέλος, φέρω εις πέρας, αποπερατώνω, εκτελώ
    ※  6ος/5ος πκε αιώνας Πίνδαροςw, Ὀλυμπιονίκαιςw, 2. Ἱέρωνι Συρακοσίῳ κέλητι, 70 Επιμ. Boeck, Pindari opera quae supersunt, 1811. (2.68-2.70)
    ὅσοι δ᾽ ἐτόλμασαν ἐστρίς | ἑκατέρωθι μείναντες ἀπὸ πάμπαν ἀδίκων ἔχειν | ψυχάν, ἔτειλαν Διὸς ὁδὸν παρὰ Κρόνου τύρσιν:
    Κι όσοι μπόρεσαν για τρεις φορές | να μείνουν στον έναν και στον άλλον κόσμο κρατώντας | την ψυχή τους μακριά από κάθε κακό, του Διός τον δρόμο ακολουθούν και φτάνουν στον Πύργο του Κρόνου.
    Μετάφραση (2004): Γιάννης Οικονομίδης, @greek‑language.gr
  4. (στην παθητική φωνή) εγείρομαι, εμφανίζομαι, ανατέλλω
  5. συμπληρώνω, ολοκληρώνω, εκπληρώνω
  6. (παθητική φωνή, για αστέρια) ανατέλλω

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

δείτε και τα παράγωγά τους, όπως ἐντολή, ἔνταλμα, ἀνατολή

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
τέλλω < λείπει η ετυμολογία

τέλλω

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]