Μετάβαση στο περιεχόμενο

τίγρης

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: Τίγρης, τίγρις, Τίγρις
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τίγρης οι τίγρεις
      γενική του τίγρη
& τίγρεως
των τίγρεων
    αιτιατική τον τίγρη τους τίγρεις
     κλητική τίγρη τίγρεις
Δείτε και το θηλυκό «η τίγρη».
Για την αρχαία κλίση, δείτε «ἡ τίγρις».
Διαφορετικά κλίνεται ο ποταμός Τίγρης.
όπως «αρχαιόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

τίγρης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τίγρις  δείτε και τη λέξη τίγρη

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τίγρης αρσενικό

  1. η αρσενική τίγρη
  2. (μεταφορικά) ο ευκίνητος, ο γρήγορος στην επίθεση

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]