τασμανικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τασμανικός η τασμανική το τασμανικό
      γενική του τασμανικού της τασμανικής του τασμανικού
    αιτιατική τον τασμανικό την τασμανική το τασμανικό
     κλητική τασμανικέ τασμανική τασμανικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τασμανικοί οι τασμανικές τα τασμανικά
      γενική των τασμανικών των τασμανικών των τασμανικών
    αιτιατική τους τασμανικούς τις τασμανικές τα τασμανικά
     κλητική τασμανικοί τασμανικές τασμανικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τασμανικός < Τασμανία + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

τασμανικός

  • ο σχετικός με την Τασμανία

Μεταφράσεις[επεξεργασία]