ταύτα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ταῦτα, ταὐτά

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ταύτα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ταῦτα, πληθυντικός του ουδέτερου τοῦτο της αντωνυμίας οὗτος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈta.fta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ταύ‐τα
τονικό παρώνυμο: ταφτά

Αντωνυμία[επεξεργασία]

ταύτα

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε και το πρόθημα ταυτο-

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]