τερεφθαλικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τερεφθαλικός < τερέβινθος (το δένδρο που παράγει ρετσίνι από το οποίο προκύπτει το τερεβινθέλαιο / νέφτι) και φθαλικό οξύ
Επίθετο[επεξεργασία]
τερεφθαλικός, -ή, -ό
- το πρώτο συνθετικό από την ένωση τερεφθαλικό οξύ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τερεφθαλικός