Μετάβαση στο περιεχόμενο

τεῦτλον

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ τεῦτλον τὰ τεῦτλ
      γενική τοῦ τεύτλου τῶν τεύτλων
      δοτική τῷ τεύτλ τοῖς τεύτλοις
    αιτιατική τὸ τεῦτλον τὰ τεῦτλ
     κλητική ! τεῦτλον τεῦτλ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τεύτλω
γεν-δοτ τοῖν  τεύτλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τεῦτλον < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τεῦτλον ουδέτερο

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]