τζετ σετ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τζετ σετ < (λόγιο δάνειο) αγγλική jet set (→ δείτε τις λέξεις jet και set)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈd͡zet ˈset/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τζετ σετ ουδέτερο, άκλιτο
- η διεθνής υψηλή κοινωνία, η κοινωνική «αφρόκρεμα», που ζει πλούσια, συχνάζει σε κοσμικά θέρετρα και ταξιδεύει για ευχαρίστηση· (κυριολεκτικά) αυτοί που (παλιότερα, όταν οι αεροπορικές μετακινήσεις ήταν ιδιαίτερα ακριβές) είχαν την οικονομική ευχέρεια να ταξιδεύουν συχνά με τζετ
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- τζετ σετ στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Λόγια δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)