τορτελίνι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τορτελίνι | τα | τορτελίνια |
γενική | του | τορτελινιού | των | τορτελινιών |
αιτιατική | το | τορτελίνι | τα | τορτελίνια |
κλητική | τορτελίνι | τορτελίνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
τορτελίνι < (άμεσο δάνειο) ιταλική tortellini
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τορτελίνι ουδέτερο
- (γαστρονομία) είδος γεμιστού ζυμαρικού
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τορτελίνι