τουρκοσπορίτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τουρκοσπορίτης οι τουρκοσπορίτες
      γενική του τουρκοσπορίτη των τουρκοσποριτών
    αιτιατική τον τουρκοσπορίτη τους τουρκοσπορίτες
     κλητική τουρκοσπορίτη τουρκοσπορίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τουρκοσπορίτης < Τούρκος + σπόρος + -ίτης

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τουρκοσπορίτης αρσενικό, θηλυκό τουρκοσπορίτισσα

  1. γεννημένος από Τούρκο (μουσουλμάνο) πατέρα και χριστιανή μητέρα, ή αντίστροφα
  2. προσβλητικός χαρακτηρισμός Έλληνα πρόσφυγα από τη Μικρά Ασία, μετά το 1922

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]