τρακαδόρικος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τρακαδόρικος η τρακαδόρικη το τρακαδόρικο
      γενική του τρακαδόρικου της τρακαδόρικης του τρακαδόρικου
    αιτιατική τον τρακαδόρικο την τρακαδόρικη το τρακαδόρικο
     κλητική τρακαδόρικε τρακαδόρικη τρακαδόρικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τρακαδόρικοι οι τρακαδόρικες τα τρακαδόρικα
      γενική των τρακαδόρικων των τρακαδόρικων των τρακαδόρικων
    αιτιατική τους τρακαδόρικους τις τρακαδόρικες τα τρακαδόρικα
     κλητική τρακαδόρικοι τρακαδόρικες τρακαδόρικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τρακαδόρικος < τρακαδόρος + -ικος

Επίθετο[επεξεργασία]

τρακαδόρικος

  1. που είναι σχετικό με τρακαδόρο
  2. που προκύπτει από τράκα
    ※  Ο συμπαθέστατος μπαρμπα-Γιάννος, σε μια από τις ελάχιστες καφετέριες του χωριού, απολαμβάνει μονάχος ένα τσιγάρο (“τρακαδόρικο” διότι η σύνταξη δεν φτάνει πια και για πακέτο) παρέα με το καφεδάκι του (ελληνικό και σκέτο) (Ανεπανάληπτος!, 1 Φεβρουάριος 2011, lakonikos.gr, [1])
  3. παρασιτικός, αμακαδόρικος
    ※  Αυτή η παραγγελιά - ανοησία, που δέσποζε στις ειδήσεις των τρακαδόρικων ΜΜΕ, απευθυνόταν κυρίως στους ηλικιωμένους τηλεθεατές (Πανηγυρισμοί στο κυβερνείο της αποικίας!, 7 Αυγούστου 2014 avgi.gr, [2])

Μεταφράσεις[επεξεργασία]