τρενάκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τρενάκι τα τρενάκια
      γενική
    αιτιατική το τρενάκι τα τρενάκια
     κλητική τρενάκι τρενάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
παιδικό τρενάκι

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τρενάκι < τρέν(ο) + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τρενάκι ουδέτερο

  1. μικρό τρένο
  2. παιδικό ατομικό παιχνίδι

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]