τρουλαίος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]τρουλαίος, -α, -ο
- (αρχιτεκτονική) που έχει τρούλο
- τρουλαία βασιλική
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τρουλαίος
|