τσάτσος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Τσάτσος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τσάτσος οι τσάτσοι
      γενική του τσάτσου των τσάτσων
    αιτιατική τον τσάτσο τους τσάτσους
     κλητική τσάτσε τσάτσοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τσάτσος < τσατσ(ά) (θεία) + -ος Δείτε και τσάτσα[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈt͡sa.t͡sos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τσά‐τσος
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τσάτσος αρσενικό

  1. χαφιές, ρουφιάνος, που χρησιμοποιεί κάθε μέσο για να πετύχει κάτι
  2. κόλακας

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]