τσευδός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Τσεβδός

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τσευδός η τσευδή το τσευδό
      γενική του τσευδού της τσευδής του τσευδού
    αιτιατική τον τσευδό την τσευδή το τσευδό
     κλητική τσευδέ τσευδή τσευδό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τσευδοί οι τσευδές τα τσευδά
      γενική των τσευδών των τσευδών των τσευδών
    αιτιατική τους τσευδούς τις τσευδές τα τσευδά
     κλητική τσευδοί τσευδές τσευδά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τσευδός < παραφθορά του ψευδός

Επίθετο[επεξεργασία]

τσευδός, -ή, -ό

Άλλες γραφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]