τσιγαρίδες
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | οι | τσιγαρίδες | ||
γενική | των | τσιγαρίδων | ||
αιτιατική | τις | τσιγαρίδες | ||
κλητική | τσιγαρίδες | |||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τσιγαρίδες < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τσιγαρίδες θηλυκό στον πληθυντικό (γαστρονομία)
- μικρά κομμάτια χοιρινού κρέατος που διατηρούνται σε λίπος
- μικρά κομμάτια ψωμιού που μαγειρεύονται με τραχανά (τραχανάς με τσιγαρίδες)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τσιγαρίδες
|