Μετάβαση στο περιεχόμενο

τσιμπιδάκι

Από Βικιλεξικό
τσιμπιδάκι (1) (για τα φρύδια)
τσιμπιδάκι (2) (για τα μαλλιά)
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τσιμπιδάκι τα τσιμπιδάκια
      γενική
    αιτιατική το τσιμπιδάκι τα τσιμπιδάκια
     κλητική τσιμπιδάκι τσιμπιδάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τσιμπιδάκι < τσιμπίδ(α) + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τσιμπιδάκι ουδέτερο

  1. μικρή λαβίδα για το βγάλσιμο των φρυδιών
  2. εξάρτημα για να συγκρατεί τα μαλλιά, πιο στενό από φουρκέτα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]