τσιμπουκλής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Τσιμπουκλής
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τσιμπουκλής οι τσιμπουκλήδες
      γενική του τσιμπουκλή των τσιμπουκλήδων
    αιτιατική τον τσιμπουκλή τους τσιμπουκλήδες
     κλητική τσιμπουκλή τσιμπουκλήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τσιμπουκλής < τσιμπούκ(ι) + -λής < (άμεσο δάνειο) τουρκική çubuk. Δείτε και (άμεσο δάνειο) τουρκική çubuklu

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /t͡si.buˈklis/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τσιμπουκλής αρσενικό (θηλυκό τσιμπουκλού)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]