υπέρβαρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | υπέρβαρο | τα | υπέρβαρα |
γενική | του | υπέρβαρου | των | υπέρβαρων |
αιτιατική | το | υπέρβαρο | τα | υπέρβαρα |
κλητική | υπέρβαρο | υπέρβαρα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υπέρβαρο ουδέτερο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υπέρβαρο
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
υπέρβαρο