υπερακραίος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
υπερακραίος (el), -α, -ο
- υπερφανατικός
- πολύ ακραίας τιμής
- που αποτελεί ακραία επίλυση τύπου-εξίσωσης
- στατιστικά απίθανος και πολύ πιθανόν ανύπαρκτος