υπνολογικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υπνολογικός < υπνολογ(ία) + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
υπνολογικός, -ή, -ό
- (ιατρική, νευρολογία) που σχετίζεται με τον ύπνο και την υπνολογία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υπνολογικός
|