Μετάβαση στο περιεχόμενο

φεμτόμετρο

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φεμτόμετρο τα φεμτόμετρα
      γενική του φεμτομέτρου
& φεμτόμετρου
των φεμτομέτρων
    αιτιατική το φεμτόμετρο τα φεμτόμετρα
     κλητική φεμτόμετρο φεμτόμετρα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φεμτόμετρο < (άμεσο δάνειο) αγγλική femtometre < femto- (<δανικά femten=15) +‎ metre (< γαλλικά mètre < αρχαία ελληνική μέτρον)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

φεμτόμετρο ουδέτερο

  • (μονάδα μέτρησης) 10-15 του μέτρου.
    σύμβολο: fm
    Η νέα μέθοδος «κατέβασε» το μήκος της ακτίνας του πρωτονίου στα 0,8418 φεμτόμετρα’'

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]