φιλογύνης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φιλογύνης οι φιλογύνηδες
      γενική του φιλογύνη των φιλογύνηδων
    αιτιατική τον φιλογύνη τους φιλογύνηδες
     κλητική φιλογύνη φιλογύνηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φιλογύνης < αρχαία ελληνική φιλογύνης < φιλέω + -γύνης (< γυνή)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φιλογύνης αρσενικό

  • ο γυναικάς, αυτός που του αρέσουν οι γυναίκες

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ζητούμενο λήμμα

Πηγές[επεξεργασία]