φονέας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | φονέας | οι | φονείς |
γενική | του | φονέα & φονέως |
των | φονέων |
αιτιατική | τον | φονέα | τους | φονείς |
κλητική | φονέα | φονείς | ||
Κατηγορία όπως «αμφορέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φονέας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φονεύς < φονεύω < φόνος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φονέας αρσενικό
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φονέας
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αμφορέας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)