Μετάβαση στο περιεχόμενο

φορμάικα

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φορμάικα οι φορμάικες
      γενική της φορμάικας
    αιτιατική τη φορμάικα τις φορμάικες
     κλητική φορμάικα φορμάικες
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φορμάικα < (άμεσο δάνειο) αγγλική , σήμα κατατεθέν «Formica»  δείτε τη λέξη formica < for + mica

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

φορμάικα θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]