φουρφούρισμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φουρφούρισμα τα φουρφουρίσματα
      γενική του φουρφουρίσματος των φουρφουρισμάτων
    αιτιατική το φουρφούρισμα τα φουρφουρίσματα
     κλητική φουρφούρισμα φουρφουρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φουρφούρισμα < φουρφουρίζω, φουρφουρισ- + -μα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /fuɾˈfu.ɾi.zma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φουρ‐φού‐ρι‐σμα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φουρφούρισμα ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]