φρουτιέρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φρουτιέρα | οι | φρουτιέρες |
γενική | της | φρουτιέρας | — | |
αιτιατική | τη | φρουτιέρα | τις | φρουτιέρες |
κλητική | φρουτιέρα | φρουτιέρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φρουτιέρα < (άμεσο δάνειο) ιταλική fruttiera[1] ή από τη γαλλική fruitière. Αναλύεται σε φρούτ(ο) + -ιέρα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φρουτιέρα θηλυκό
- (κουζινικά) βαθύ ή ρηχό αλλά σχετικά μεγάλης διαμέτρου σκεύος στο οποίο φυλάσσονται φρούτα και το οποίο άλλοτε τοποθετείτο στο κέντρο του τραπεζιού, στην τραπεζαρία
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φρουτιέρα
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ φρουτιέρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ιέρα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Κουζινικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)