φυσικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φυσικότητα | οι | φυσικότητες |
γενική | της | φυσικότητας | των | φυσικοτήτων |
αιτιατική | τη | φυσικότητα | τις | φυσικότητες |
κλητική | φυσικότητα | φυσικότητες | ||
Ο πληθυντικός είναι δύσχρηστος | ||||
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φυσικότητα < (καθαρεύουσα) φυσικότης < αρχαία ελληνική φυσικός,ή,όν
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φυσικότητα θηλυκό
- ιδιότητα του φυσικού
- η ιδιότητα του απροσποίητου, ειλικρινούς, αυθόρμητου
- η ιδιότητα αυτού που μοιάζει με τη φύση ή με κάποιο φυσικό πρότυπο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φυσικότητα