φυσιογραφικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φυσιογραφικός < φυσιογραφία
Επίθετο[επεξεργασία]
φυσιογραφικός
- σχετικός με τη φυσιογραφία, με τη φυσική γεωγραφία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φυσιογραφικός