φωναγωγός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φωναγωγός αρσενικό
- (ναυτικός όρος): παλαιότερη σωληνωτή εσωτερική εγκατάσταση επικοινωνίας των πλοίων.
- ο φωναγωγός, συνηθέστερα χάλκινος σωλήνας, συνέδεε την γέφυρα του πλοίου με το μηχανοστάσιο, οι δε άκρες του πωματίζονταν με σφυρίκτρες
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φωναγωγός
|