φωσφατίνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φωσφατίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική phosphatine (σήμα κατατεθέν) < phosphore + -ine < φωσφ όπως φώσφορος + -ίνη[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /fo.sfaˈti.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φω‐σφα‐τί‐νη
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φωσφατίνη θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φωσφατίνη
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ φωσφατίνη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις από επωνυμίες (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Τρόφιμα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)