φώσφορος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | φώσφορος | οι | φώσφοροι |
γενική | του | φωσφόρου & φώσφορου |
των | φωσφόρων & φώσφορων |
αιτιατική | τον | φώσφορο | τους | φωσφόρους & φώσφορους |
κλητική | φώσφορε | φώσφοροι | ||
όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φώσφορος < αρχαία ελληνική φωσφόρος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈfɔ.sfɔ.ɾɔs/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φώσφορος αρσενικό ή φωσφόρος και φώσφορο
- → δείτε τη λέξη φωσφόρος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φώσφορος
→ δείτε τη λέξη φωσφόρος |