χαρμολύπη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χαρμολύπη < μεσαιωνική ελληνική χαρμολύπη < χάρμα + -ο- + λύπη
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χαρμολύπη θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χαρμολύπη
|