χαστουκιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χαστουκιά | οι | χαστουκιές |
γενική | της | χαστουκιάς | των | χαστουκιών |
αιτιατική | τη | χαστουκιά | τις | χαστουκιές |
κλητική | χαστουκιά | χαστουκιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χαστουκιά < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χαστουκιά θηλυκό
Συγγενικά
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη ράπισμα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χαστουκιά
→ δείτε τη λέξη ράπισμα |
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)