χειρομάχος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χειρομάχος οι χειρομάχοι
      γενική του χειρομάχου των χειρομάχων
    αιτιατική τον χειρομάχο τους χειρομάχους
     κλητική χειρομάχε χειρομάχοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χειρομάχος < (χείρ) χειρο- + -μάχος (μάχη)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /çi.ɾoˈma.xos/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

χειρομάχος αρσενικό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)