χημία
Εμφάνιση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | χημίᾱ | αἱ | χημίαι |
γενική | τῆς | χημίᾱς | τῶν | χημιῶν |
δοτική | τῇ | χημίᾳ | ταῖς | χημίαις |
αιτιατική | τὴν | χημίᾱν | τὰς | χημίᾱς |
κλητική ὦ! | χημίᾱ | χημίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χημίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | χημίαιν | ||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χημία < Χημία < αρχαία αιγυπτιακά Kmt (μαύρη· έτσι ονόμαζαν οι Αιγύπτιοι τη χώρα τους Αίγυπτο)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χημία θηλυκό
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'χώρα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'σοφία' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)