χιλιοστόλιτρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χιλιοστόλιτρο | τα | χιλιοστόλιτρα |
γενική | του | χιλιοστόλιτρου | των | χιλιοστόλιτρων |
αιτιατική | το | χιλιοστόλιτρο | τα | χιλιοστόλιτρα |
κλητική | χιλιοστόλιτρο | χιλιοστόλιτρα | ||
Παλιότερα, και χιλιοστολίτρου, χιλιοστολίτρων. | ||||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χιλιοστόλιτρο < χιλιοστό- + λίτρο, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική millilitre [1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /çi.li.oˈsto.li.tɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χι‐λι‐ο‐στό‐λι‐τρο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χιλιοστόλιτρο ουδέτερο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα χιλιοστό- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)