Μετάβαση στο περιεχόμενο

χιλιοστόμετρο

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χιλιοστόμετρο τα χιλιοστόμετρα
      γενική του χιλιοστόμετρου
& χιλιοστομέτρου
των χιλιοστόμετρων
& χιλιοστομέτρων
    αιτιατική το χιλιοστόμετρο τα χιλιοστόμετρα
     κλητική χιλιοστόμετρο χιλιοστόμετρα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χιλιοστόμετρο < χιλιοστός + μέτρο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

χιλιοστόμετρο ουδέτερο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]