χιονοκαιρία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χιονοκαιρία < χιονόκαιρ(ος) + -ία
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ço.no.ceˈɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χιο‐νο‐και‐ρί‐α
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χιονοκαιρία θηλυκό
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χιονοκαιρία
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ία (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα χιονό- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μετεωρολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)