χιονόκαιρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χιονόκαιρο < χιονόκαιρ(ος) + -ο
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /çoˈno.ce.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χιο‐νό‐και‐ρο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χιονόκαιρο ουδέτερο
Συγγενικά
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- χιονόκαιρο - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χιονόκαιρο
|