χλωράδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χλωράδα | οι | χλωράδες |
γενική | της | χλωράδας | των | χλωράδων |
αιτιατική | τη | χλωράδα | τις | χλωράδες |
κλητική | χλωράδα | χλωράδες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χλωράδα < χλωρός + -άδα < αρχαία ελληνική χλωρός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χλωράδα θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χλωράδα
|