χοροστατικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χοροστατικός η χοροστατική το χοροστατικό
      γενική του χοροστατικού της χοροστατικής του χοροστατικού
    αιτιατική τον χοροστατικό τη χοροστατική το χοροστατικό
     κλητική χοροστατικέ χοροστατική χοροστατικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χοροστατικοί οι χοροστατικές τα χοροστατικά
      γενική των χοροστατικών των χοροστατικών των χοροστατικών
    αιτιατική τους χοροστατικούς τις χοροστατικές τα χοροστατικά
     κλητική χοροστατικοί χοροστατικές χοροστατικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χοροστατικός < χοροστατώ + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

χοροστατικός

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]