χρονομέτρηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χρονομέτρηση | οι | χρονομετρήσεις |
γενική | της | χρονομέτρησης* | των | χρονομετρήσεων |
αιτιατική | τη | χρονομέτρηση | τις | χρονομετρήσεις |
κλητική | χρονομέτρηση | χρονομετρήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, χρονομετρήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χρονομέτρηση < χρονομετρώ + -ση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χρονομέτρηση θηλυκό
- η μέτρηση του χρόνου με σχετική ή απόλυτη ακρίβεια σε σπορ ή σε δραστηριότητες που χρειάζεται κάποιος να γνωρίζει σε πόσο χρόνο έγινε κάτι
- Οι συμμετέχοντες ντύθηκαν με στολές του Άγιου Βασίλη και διέσχισαν μια διαδρομή 2,5 χλμ., χωρίς χρονομέτρηση και ανταγωνισμό. (*)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις χρονόμετρο, χρόνος και μέτρο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χρονομέτρηση
|