ψαλιδωτός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία].
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ψαλιδωτός < (ελληνιστική κοινή) ψαλιδωτός (τότε σήμαινε εκείνον που είχε σχήμα καμάρας)
Επίθετο
[επεξεργασία]ψαλιδωτός, ή, ό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ψαλιδωτός